οργανοπλαστικός

οργανοπλαστικός
-ή, -ό [οργανοπλασία]
1. αυτός που συντελεί στη διάπλαση ή ανάπλαση ή ανάπτυξη τών οργάνων
2. φρ. «οργανοπλαστικό κύτταρο»
βιολ. κύτταρο τού βλαστικού δέρματος το οποίο χρησιμεύει ως καταβολή για τον σχηματισμό ενός οργάνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οργανοποιητικός — ή, ό [οργανοποιώ] 1. ικανός ή κατάλληλος στην κατασκευή οργάνων 2. οργανοπλαστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”